Το δάσος με τα εγώδενδρα
Χιονόπτωση μέσα στα βλέφαρα μου που έπαψαν πια να ανοιγοκλείνουν από το λευκό, που χάνει την υφή του και το νόημα του και γίνεται ένα σαδιστικό μαύρο που με κλείνει ακόμα μια φορά στις σκέψεις μου:
Είναι σημαντικό να μη κρυώνεις και το δάσος γύρω σου να έχει την υπόσταση που του αρμόζει οριζόμενο από τον κάθετο άξονα που διαγράφει η δική σου υποτείνουσα που ορίζεται από τις δύο κάθετες τομές που διασταυρώνονται πάνω σου.
Και είσαι στο κέντρο του δάσους και είναι νύχτα και δεν είναι τρομακτικά να ακούς τους ήχους του δάσους, το θρόισμα των φύλλων, τις πατημασιές του ζωικού βασιλείου και τις φωνές (όχι τα τιτιβίσματα) των πουλιών, σε ένα ατέρμονο έκο στα τύμπανα μιας ακουστικής κοιλότητας που διαμοιράζει, αναλύει και αποκρυπτογραφεί το κείμενο τους στο κεφάλι σου, μια σειρά ηλεκτρικών κυμάτων που διαθλώνται και προσπίπτουν στο cerebris vortex σου και αποκτούν νόημα και γίνονται απάντηση στο απέραντο ερωτηματικό που κρύβει την ύπαρξη σου;
Σε αυτό το δάσος βλέπεις, τα δένδρα είναι πανύψηλα και μας κρύψαν τον ουρανό. Για πάντα. Κοιτούμε όλοι κάτω γιατί ευθεία βλέπουμε μόνο ο ένας τον άλλο. Και είναι αδιανόητο, το εμπόδιο που με εμποδίζει από το να δω καθαρά μπροστά μου {γιατί δεν μπορώ να δω πια επάνω}, να είσαι εσυ.