Ο συνταξιούχος μηχανοδηγός και το σάπιο λιγνιτορυχείο
Πίσσα σκοτάδι και γράσσο αμολημένο παντού. Ο αέρας υγρός και τοξικός και το έδαφος μολυσμένο από χρόνια ταλαιπωρία και βασανισμό. Είναι εγκαταλελειμένο - ανενεργό - εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Μέσα στην εγκατάλειψη και τον παραγκωνισμό, βρήκε επιτέλους μια παρέα.
Ο συνταξιούχος μηχανοδηγός περνάει εδώ την ώρα του - όλους τους συνάδελφούς του θα τους βρεις στο καφενείο, σκοτώνοντας απρόθυμα την ώρα τους σε προμαγειρεμένα παιχνίδια πρέφας με χιλιοταλαιπωρημένες και ξεφτισμένες χάρτινες τράπουλες. Ο συνταξιούχος δεν έχει άλλη παρέα - ποτέ του δεν κολλούσε με κανέναν και πάντα ήταν κλεισμένος στο δικό του καβούκι. Όχι, δεν είναι μισάνθρωπος - απλά, ίσως, λίγο ντροπαλός.
Το λιγνιτορυχείο, ήταν πάντοτε εδώ από όταν ήταν μικρός. Ήταν η κινητήρια δύναμη τούτης της μικρής πόλης. Η μισή και παραπάνω πόλη δούλευε εδώ. Τώρα παραπαίει, στο τέλος του παλιού δρόμου - μια σκουριασμένη πινακίδα μόνο, προδίδει την ύπαρξη του.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς και ολόγυρα, υπάρχει μια απόκοσμη αύρα, ένα μείγμα θειάφι και εδαφόσκονη. Δηλητήριο που η σκαμένη γη βγάζει, αναδύεται απλόχερα και εισπνέεται από τα πνευμόνια του μηχανοδηγού. Το κεφάλι του γίνεται ολοένα και πιο ελαφρύ και θα λιποθυμήσει 100~ μέτρα κάτω από τη γη. Ο λιγνίτης δρα σα μαγνήτης, αχρηστεύοντας την ελπίδα σωτηρίας του από μανιοκαταθλιπτικούς γέρους χαρτοπαίκτες. Πέφτοντας κάτω, δεν ξανασηκώνεται ποτέ.