Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2006

Τα μουρλά μουχαμπέτια του μαχμουρλή μαχαραγιά


Φορώντας τα φιλντισένια του πασούμια, διέσχισε δέκα και κάτι μέτρα και βγήκε στο προαύλιο του ανάκτορου Β'. Τον βλέπεις, είναι βαρύθυμος και βαριεστημένος αλλά διόλου μα διόλου ευκαταφρόνητος στην όψη.
Υπολείματα χθεσινοβραδυνού Ιμάμ μπαϊλντί απαντά κανείς στις περίεργες διχάλες τριχών που σχηματίζονται στην άκρη του μακρόσυρτου μουσιού του. Κάτι τέτοιες μέρες ξυπνάει βαρύς, δίχως κέφι για χαμάμ ή πρωινό κους κους με τα χανουμάκια στο χαρέμι. Ο τζαναμπέτης βεζύρης, γνωρίζει πως να τον αποφεύγει όταν είναι έτσι. Ο μαχαραγίας πέρσι είχε μετατρέψει έναν, σε κεμπάμπ για τα λιοντάρια, επείδη θεώρησε ότι τον στραβοκοίταξε.
Σεργιανόντας άσκοπα εδώ κι εκεί, προσπερνάει μία μία τις ποικιλόμορφες αίθουσες στο παλάτι - γυρεύοντας προφανώς μια αφορμή για να γκρινιάξει. Άξαφνα, η υπομονή του χάνεται ολότελα και φωνάζει τον γκιαούρη διασκεδαστή του να του φτιάξει τα κέφια. Εκείνος κάνει την προσευχή του από μέσα του και πλησιάζει προς το μέρος του μαχαραγιά.
"Κάνε με αμέσως να γελάσω" φωνάζει επιτακτικά. Εκείνη τη στιγμή όλες οι σκέψεις του γκιαούρη εξαφανίζοναι μονομιάς - δεν έχει τι να πει - δεν έχει τι να κάνει - για να διασκεδάσει το θηρίο. Σε μια στιγμή που φαίνεται αιώνας, σηκώνει τις παλάμες του στο ύψος των ώμων του μαχαραγια και προτείνει τους δύο αντίχειρες του προς τα πάνω, ενώ λυγίζει τα δύο του γόνατα κοιτώντας το ένα αντίκρυ στο άλλο. Ανοίγει το στόμα του όσο μπορεί και πετάει έξω τη γλώσσα του, η οποία δείχνει τώρα καρφωμένη στη μύτη του μαχαραγιά. Στέκει ακίνητος για δύο - τρία δευτερόλεπτα ενώ με την άκρη των ματιών του κοιτάει το αμήχανο βλέμμα του μαχαραγιά που αναρωτιέται τι του έχει μόλις συμβεί. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος δεν γέλασε με τα σαχλά αστεία του γκιαούρη διασκεδαστή.