Δρομοκρατία χωρίς ρόδες
Ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ και δεν καλύπτονται και βρίσκουν το δρόμο να τρυπώσουν μέσα στα αυτιά μου μέσα από τα λευκά ακουστικά μου. Για άλλη μια φορά βρίσκομαι στο δρόμο του Κέντρου, στο κέντρο του δρόμου, πεζός, αφύλαχτος στις ξεθωριασμένες διαβάσεις. Φασαρία, όχλος, κορναρίσματα, μηχανάκια να σκούζουν από τις εξατμίσεις, διαφημιστικά μεγάφωνα γεμάτα με φωνές από μικρόφωνα και παφλασμοί ιδιαίτεροι από θόρυβο που σε ζαλίζει.
Και γω με τα λευκά ακουστικά χάνομαι στην ροή των ανθρώπων. Άλλοι πάνε, άλλοι έρχονται και στα φανάρια συναντιόμαστε και βλέπουμε το θέαμα της μαζικής μετακίνησης, την ασχήμια της συμβίωσης στο κέντρο της πόλης, της πόλης που μας ταϊζει καπνό και αταξία.
Και ανάμεσα σε όλη αυτή την βρώμα και την κουστωδία μια πύρινη σφαίρα να στάζει μελάνι από καρμπόν πέντε μέτρα πάνω από το έδαφος. Εγώ στέκομαι καταμεσής του δρόμου και το φανάρι έχει ανάψει κόκκινο και πρέπει να φύγω από τη μέση. Όμως κανείς δεν βλέπει το στεφάνι του ήλιου που λιώνει την άσφαλτο που με καταπίνει που με σβήνει από προσώπου γης.