Ρυάκια
Πώς προσκρούει και πώς χάνεται, εξαϋλώνεται με ένα αποτρόπαιο κρότο το ολίσθημα της συναισθηματικής μου απραξίας; Στον μοναχικό σκρήνσέϊβερ του μυαλού μου ετερόφωτες δύσπεμπτες εικόνες καίνε ένα ένα τα πίξελ των εγκεφαλικών μου κυττάρων. Μπορντώ φιοριτούρες, οι μυς πάνω στα κόκκαλα μου, και κόκκινο κρασί το αίμα που μεθάει τη σάρκα, που κινείται, σαλεύει και ζει μόνο για τα απαραίτητα. Εκατόμβη θρήνων, λεκτικό σκραμπλ, άλυτο ρέμπους, η αντιστοιχία εικόνας και λέξεων, μια μουσική παλλόμενη αέναη χωρίς νότες που ξέρει να μην επαναλαμβάνεται και σβήνει με ένα φέϊντ άουτ στη σιωπή που γεννά η σκέψη-λέξη μου.
Όταν ήμουν παιδί και ζούσα και γελούσα και κοιτούσα τη γη με άλλο τρόπο και πίστευα στις ιστορίες, αυτές που λέγονται από φόβο μην τυχόν και μεγαλώσεις και ζήσεις και δεις και πάψεις να πιστεύεις τις ιστορίες που δεν άλλαξαν τον κόσμο, τελικώς.