Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Η τεθλασμένη που πήγαινε ευθεία

Γι' αυτούς που διπλώνουν προς τα πίσω, για τα πέντε λεπτά που πέρασαν, για τον κύκλο που χαράξαμε κάθετα στον τοίχο, για το εφιαλτικό απομεσήμερο και για την τέλεση κάθε μυστηρίου κάτω από τον ήλιο γράφω αυτές τις πλέξεις:
Σκονισμένα παραγεμισμένα συρτάρια με μηχανικές βλάβες στην αμοιβαία αλληλεξόντωση του πολλαπλασιασμού και της διαίρεσης. Υγρές και σκιερές σήραγγες σε μια σιωπηλή διάνοιξη που παραβιάζει ένα ολόκληρο βουνό. Ρωγμή στη χαραμάδα που έμπασε με θράσος το φεγγαρόφως που απεμπολίζει την πραγματικότητα των ηλιακών ακτίνων. Θρυψαλισμένη πορσελάνη στην παράταση της ζωής στο γεμάτο φλόγες πλοίο καταμεσής του πελάγους [άνω τελεία] λίγα μέτρα πιο κάτω εκατομμύρια βράγχια διυλίζουν σιωπηλά το θαλασσινό νερό.
Φορτωμένες από χρυσό και ασήμι παρελαύνουν οι κοκότες ανά την υφήλιο και χιλιάδες ρόμπες μεταξένιες ξανοίγουν τη θέα, αυτή που οδηγεί στην εκτόνωση των ακραιφνών πόθων.
Λόγια πέφτουν κάτω βαριά και παγωμένα, νεκρά και ασάλευτα, ασύνδετα μεταξύ τους που στιγμιαία παρατάχθηκαν σε μια αλλόκοτη σειρά για να σχηματίσουν το παράξενο νόημα που κρύβει η θέα της αυγής που σκεπάζει με το πέπλο της τον ωκεανό που διυλίζεται αέναα από δισεκατομμύρια βράγχια. Και όλα αυτά να επαναλαμβάνονται πολλάκις υψωμένα εις την νι που τείνει στο άπειρο στην τρικυμία που αναμοχλεύει τα περισσευούμενα εγκεφαλικά μου κύτταρα, που δεν είναι όσα παλιότερα μετά από αυτές τις λέξεις η αλήθεια είναι.