Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Εναντίον μου, ό,τι πω, θα χρησιμοποιηθεί


Στιγμιαία ανάλωση των εφηβικών μου έξεων, στέκομαι ασαφής σε μια μουσική μπορντούρα χρωμάτων ανεμελιάς. Το μεγάλο δωμάτιο που μου είχαν υποσχεθεί συρρικνώθηκε με μιας από τον χρωματισμό της πραγματικότητας που τείνει να αναστατώνει την έντονη αύρα μου με μια βαριά ομιχλώδη επισκίαση. Μεγάλο φωτεινό σπίτι γεμάτο παραθύρια με θέα τον ωκεανό και περιτριγυρισμένο ολούθε από πλίθινα κηπάρια. Στα όνειρα μου όλα αυτά είναι δεδομένα - χειροπιαστά, τεκμαρτά δεδομένα.
Σήμερα ξυρίστηκά επιτέλους. Έπειτα από δέκα χρόνια, έπειτα από δέκα χρόνια| Υπερπόντιο ξεπήδημα φροϋδικών συναισθηματικών αναθυμιάσεων με μια θλιβερή διαπίστωση, ειρωνική επιμειξία όμοια με μια γλυκόπικρη επίγευση στην συνομοταξία των γευστικών αισθήσεων.
Και από την όποια τυχαία διαίσθηση που διολισθαίνει και σμπαραλιάζεται σε χίλια δύο κομμάτια στον αιχμηρό κώνο που πλάθει η λογική των σκέψεων μου, συναισθάνομαι την επικείμενη αλλαγή στο μορατόριουμ των στερεότυπων ιδεών που έχουν κατακαθίσει επίκίνδυνα στο υπνωτισμένο μου υποσυνείδητο. Αφομοιωμένος και αφοσιωμένος για πάντα και επικίνδυνα στον εθισμό της δικής μου περσόνας.
Φύλλα πεσμένα στο νωπό έδαφος από τα χαμένα μας φθινόπωρα, σε πάρκα που ποτέ δεν πατήσαμε και ανθρώπους χαρούμενους και μονιασμένους που ποτέ δεν προϋπαντήσαμε στο διπλανό παγκάκι | η ζωή μας όλη μια συλλογή από σκόρπιες, ανάκατες, ημιθανείς αλλότριες προς εμάς ξεθυμασμένες, καταναλωτικά ορθές, εμπειρίες. Και ύστερα ρωτούν γιατί ξυρίστηκα.